-
1 overburden
παραφορτώνω -
2 загромождать
παραφορτώνω (τον χώρο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загромождать
-
3 перегружать
перегружать, перегрузить 1) μεταφορτώνω 2) (чересчур нагрузить ) παραφορτώνω* * *= перегрузить1) μεταφορτώνω2) ( чересчур нагрузить) παραφορτώνω -
4 переобременить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переобременённый, βρ: -нён, -нена, -нено;παραφορτώνω•переобременить работой παραφορτώνω με δουλειά.
ρ.δ.βλ. переобременить.παραφορτώνομαι. -
5 заваливать
заваливатьнесов1. (засыпать) γεμίζω·2. (загромождать) σωριάζω, (συσ-) σωρεύω, ἐπισωρεύω·3. (обременять) разг παραφορτώνω·4. (товарами, продуктами) (παρα)γεμίζω, ὑπερπληρῶ. -
6 загромождать
загромождатьнесов, загромоздить сов (чем.-л.) σωριάζω, φορτώνω, παραφορτώνω. -
7 заставлять
заставлять Iнесов (принуждать) ὑποχρεώνω κάποιον νά.../ (κατ)αναγκάζω (обязывать):он не \заставлятьет себя долго ждать Ερχεται στήν ὠρα του· ◊ все это \заставлятьет думать, что... ὅλα δείχνουν δτι...заставлять IIнесов1. (загромождать) παραφορτώνω, στοιβάζω·2. (загораживать) φράζω, βουλώνω, φράττω, ἐμφράσσω. -
8 обременять
обремен||ятьнесов (έπι)βαρύνω, παραφορτώνω. -
9 перегружать
перегружатьнесов1. прям., перен (чересчур нагружать) ὑπερφορτώνω, παραφορτώνω·2. (в другое место) μεταφορτώνω. -
10 overload
[əuvə'loud](to fill with too much of something: The lorry overturned because it had been overloaded.) παραφορτώνω -
11 возить
вожу, возишь, ρ.δ.μ.1. βλ. везти (1 σημ.).2. (απλ.) σέρνω.3. (απλ.) χτυπώ (με κάτι βαρύ).εκφρ.возить воду на ком-л. – παραφορτώνω κάποιον με βαριά δουλειά.1. στριφογυρίζω, -ρνώ•дети -ятся на полу τα παιδιά στριφογυρίζουν στο πάτωμα.
2. φροντίζω, μεριμνώ. ασχολούμαι.3. μεταφέρομαι, μετακομίζομαι. -
12 загромоздить
-зжу, -здишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загроможденный, βρ: -ден, -дена, -дено; ρ.σ.μ. φράζω, εμποδίζω το πέρασμα, κλείνω (με πολλά και χοντρά πράγματα)• επισωρεύω•-дорогу φράζω το δρόμο•
загромоздить комнату мебелью κλείνω το δωμάτιο με έπιπλα.
|| μτφ. επιφορτίζω, παραφορτώνω. -
13 задать
ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. дать)1. δίνω• βάζω•задать работу δίνω δουλειά•
задать задачу δίνω πρόβλημα•
задать вопрос βάζω ερώτηση•
-уроки δίνω κατ οίκον εργασία (σπιτική δουλειά) προφορική ή γραπτή•
задать бал δίνω χορό•
задать страх ενσπείρω το φόβο•
задать головомойку δίνω (βάζω) κατσάδα•
задать загадку βάζω αίνιγμα.
|| τιμωρώ•я ему задам θα του τις δώσω (βρέξω), θα τις φάει.
2. δίνω τροφή στα ζώα•овса лошади δίνω βρώμη στο άλογο.
εκφρ.задать жару – α) δίνω κατσάδα, τράκο• περιαρπάζω, β) επιφορτίζω, παραφορτώνω•задать перцу кому – βάζω πόστα, στολίζω, δίνω την παπάρα•задать тон – δίνω τον τόνο ή το παράδειγμα.1. προτίθεμαι, βάζω, καθορίζω•задать целью изучить русский язык βάζω για σκοπό (σκοπεύω) να μάθω τη ρωσική γλώσσα.
2. συμβαίνω, λαμβάνω χώ-ραν, τυχαίνω, λαχαίνω.3. στέργω, ευδοκώ. -
14 запрячь
κ. παλ. запречь, -рягу, -ряжешь, -рягут, παρλθ. χρ. запряг, -гла, -о, μτχ. παρλθ. χρ. запрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запряженный, βρ: -жен, -жена, -жено, επιρ. μτχ. запрягшиρ.σ.μ.1. ζεύω•запрячь лошадей ζεύω τα άλογα.
2. μτφ. παραφορτώνω, βάζω σε δύσκολη δουλειά•запрячь в работу στρώνω στη δουλειά.
καταπιάνομαι με βαριά δουλειά. -
15 навьючить
-чу, -чишьρ.σ.μ. φορτώνω. || φορτώνω βαριά, παραφορτώνω.φορτώνομαι•он -лся покупками αυτός φορτώθηκε-ψώνια.
-
16 нагрузить
-ужу, -узишъ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагруженный, βρ: -жен, -а, -о κ. нагруженный, βρ: -жн, -жена, ;-женоρ.σ.μ.1. φορτώνω• παραφορτώνω.2. μτφ. επιφορτίζω, αναθέτω φροντίδα, έργο κ.τ.τ.1. φορτώνομαι παραφορτώνομαι.2. (απλ.) παραπίνω,σουρώνω• μεθώ. -
17 обременить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. • обременённый, βρ: -нён, -нена, -нено.1. παραφορτώνω, υπερφορτίζω.2. μτφ. επιβαρύνω, επιφορτίζω.επιβαρύνομαι, επιφορτίζομαι,.παραφορτώνομαι. -
18 перегрузить
-ужу, -узишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перегруженный, βρ: -жен, -а, -о κ. перегруженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.1. μεταφορτώνω.2. υπερφορτώνω, παραφορτώνω. || μτφ. επιφορτίζω. || μτφ. παραγεμίζω, εξογκώνω, παραφουσκώνω.1. μεταφορτώνομαι.2. υπερφορτώνομαι, παραφορτώνομαι. || μτφ. επιφορτίζομαι.
См. также в других словарях:
παραφορτώνω — 1. βάζω υπερβολικό φορτίο, φορτώνω περισσότερο από όσο πρέπει, υπερφορτώνω 2. μτφ. επιβαρύνω κάποιον με υπερβολική εργασία, με πάρα πολλές φροντίδες 3. μέσ. παραφορτώνομαι μτφ. ενοχλώ κάποιον με συχνές παρακλήσεις ή με υπερβολικές αξιώσεις,… … Dictionary of Greek
παραφορτώνω — παραφόρτωσα, παραφορτώθηκα, παραφορτωμένος 1. φορτώνω υπερβολικά: Το παραφόρτωσες το αυτοκίνητο και θα σπάσουν τα λάστιχα. 2. μτφ., αναθέτω σε κάποιον βαριά δουλειά ή πολλές φροντίδες: Παραφορτώνεις τους εργάτες με δουλειά και θα αρνηθούν κάποτε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραφόρτωμα — το [παραφορτώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραφορτώνω, η υπερφόρτωση … Dictionary of Greek
αποσάττω — ἀποσάττω (Α) 1. αφαιρώ το σαμάρι, ξεσαμαρώνω 2. παραφορτώνω … Dictionary of Greek
επιφορτίζω — (Α ἐπιφορτίζω) [φορτίζω] νεοελλ. 1. αναθέτω σε κάποιον μια φροντίδα, μια ενέργεια («μέ επιφόρτισαν να σάς αναγγείλω αυτή την είδηση») 2. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) επιβαρύνω με δαπάνες αρχ. 1. φορτώνω πάνω σε κάτι 2. υπερφορτώνω,… … Dictionary of Greek
καταφορτώνω — (Μ καταφορτῶ, όω) (κυριολ. και μτφ.) φορτώνω βαριά, παραφορτώνω, υπερφορτίζω … Dictionary of Greek
παραβαρύνω — και παραβαραίνω 1. βαραίνω, φορτώνω κάτι πάρα πολύ, παραφορτώνω 2. προκαλώ μεγάλη ενόχληση σε κάποιον 3. (αμτβ.) α) αυξάνομαι υπερβολικά σε βάρος β) γίνομαι δυσκίνητος ή καταπέφτω … Dictionary of Greek
παραφορτίζομαι — Α (κυριολ. και μτφ.) παρεμβάλλω κάτι ως πρόσθετο φορτίο, προσθέτω και άλλο φορτίο, παραφορτώνω («ταῡτα τῷ λόγῳ παρεφορτισάμην», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
στοιβάζω — ΝΜΑ και στοιβιάζω Ν [στοιβή] 1. τοποθετώ ομοειδή πράγματα το ένα πάνω στο άλλο σε επάλληλες σειρές, επισωρεύω (α. «στοιβάζω τα ρούχα» β. «στοιβάχθηκε πολύ χιόνι» γ. «τοῡ τειχίου κεράμοις ἐστοιβασμένου» δ. «στοιβάσουσι ξύλα ἐπὶ τὸ πῡρ», ΠΔ) 2.… … Dictionary of Greek
υπερφορτίζω — Ν [φορτίζω] 1. (ηλεκτρολ.) φορτίζω με ηλεκτρικό φορτίο μεγαλύτερο από το κανονικό 2. υπερφορτώνω, παραφορτώνω … Dictionary of Greek
υπερφορτώνω — ὑπερφορτῶ, όω, ΝΜ υπερφορτίζω, τοποθετώ βάρος περισσότερο από το κανονικό ή το επιτρεπόμενο, παραφορτώνω … Dictionary of Greek